Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

αγοράζω σπίτι

  • 1 αξία

    η
    1) эк стоимость;

    ανταλλακτική αξία — меновая стоимость;

    αξία χρήσης — потребительная стоимость;

    ονομαστική αξία — номинальная стоимость;

    ο νόμος της αξίας — закон стоимости;

    2) цена, стоимость;

    αξία της οικίας — стоимость дома;

    αγοράζω σπίτι αξίας εκατό χιλιάδων — купить дом стоимостью в сто тысяч;

    δείγμα άνευ αξίας — бесплатный образец;

    3) ценность, достоинство; значение, важность;

    η αξία της ανακάλυψης — ценность, значение открытия;

    αξίατου βιβλίου — достоинство книги;

    4) заслуга;

    μετάλλιρν στρατιωτικής αξίας — медаль за военные заслуги;

    5) πλ. ценности, ценные бумаги;
    κινητές αξίες ценные бумаги; χρηματιστήριο[ν] αξιών биржа;

    § κατ' αξίαν — заслуженно, по заслугам; — по достоинству;

    παρ' αξίαν — незаслуженно, не по заслугам, не по достоинству

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αξία

См. также в других словарях:

  • αγοραστής — ο (Α ἀγοραστής) αυτός που αγοράζει κάτι, καταναλωτής, πελάτης αρχ. δούλος επιφορτισμένος να κάνει τις αναγκαίες προμήθειες για το σπίτι τού κυρίου του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγοράζω. ΠΑΡ. ἀγοραστικός] …   Dictionary of Greek

  • αγοραστός — ή, ό (Α ἀγοραστός, ή, ὸν) [ἀγοράζω] αυτός που αποκτήθηκε έναντι χρημάτων, ο αγορασμένος νεοελλ. αυτός που προέρχεται από την αγορά (σε αντίθεση με όσα υπάρχουν στο σπίτι και δεν αγοράζονται απ έξω) …   Dictionary of Greek

  • αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… …   Dictionary of Greek

  • παίρνω — (Μ παίρνω) 1. μτφ. λαμβάνω μαζί μου (α. «τόν πήρα και πήγαμε βόλτα» β. «καὶ παίρνοντας τοὺς νέους του ἦλθεν εἰς Ρωμανίαν», Διγεν. Ακρ.) 2. συνεπαίρνω (α. «η ομορφιά της τού πήρε το μυαλό» β. «ἐπήρε καὶ τὸν λογισμόν καὶ αὐτὴν τὴν αἴσθησίν της»,… …   Dictionary of Greek

  • πωλώ — πωλῶ, έω, ΝΜΑ, και πουλώ, άω, Ν 1. προσφέρω ή εκθέτω κάτι για πώληση 2. παρέχω κάτι σε κάποιον έναντι τιμήματος («πουλάει το σπίτι του πολύ ακριβά») 3. μτφ. προδίδω, εξαπατώ (α. «αν και φίλος, δεν δίστασε να μέ πουλήσει» β. «τὰ οἴκοι πωλοῡντες»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»